σέσελι

σέσελι
-έλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, -έλεως, ἡ, και σέσιλις, -ίλεως, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες τής τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (πρβλ. και τον τ. σιλλικύπριον). Ο σχηματισμός τής λ. σέσελι θυμίζει τα πέπερι, σινάπι. Τα λατ. seselis / sil είναι επίσης δάνειες λ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σέσελι — σέσελις hartwort fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεσελειοπαγής — ές, Α συσκευασμένος με σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *σεσέλειος < σέσελι + παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γαλακτο παγής] …   Dictionary of Greek

  • σιλλικύπριον — τὸ, Α το σέσελι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σέσελι] …   Dictionary of Greek

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • σέσελις — ίλεως, ἡ, Α βλ. σέσελι …   Dictionary of Greek

  • σίλι — τὸ, Α βλ. σέσελι …   Dictionary of Greek

  • σισαμίς — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ παρὰ τοῑς ἰατροῑς λεγόμενον σέσελι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”